υπουργός

υπουργός
ο, η / ὑπουργός, -όν, NMA, θηλ. και υπουργίνα Ν, και ὑποεργός Α
νεοελλ.
1. ανώτατος κρατικός λειτουργός που διευθύνει υπουργείο και μαζί με τους άλλους υπουργούς και τον πρωθυπουργό αποτελούν την κυβέρνηση
2. το θηλ. η υπουργίνα
α) γυναίκα υπουργός
β) η σύζυγος τού υπουργού
μσν.-αρχ.
1. αυτός που προσφέρει εξυπηρέτηση, που συντελεί να γίνει κάτι («τὸ δὲ καθῆσθαι καὶ ἡσυχίαν ἔχειν ἑώρων ὑπουργὸν ὂν τῷ... ἀποπήγνυσθαι τὸ αἷμα», Ξεν.)
2. ως ουσ. βοηθός, υπηρέτης (α. «ἔδει Μωϋσέα μὲν θαυμάζειν ὡς νόμου διάκονον καὶ χάριτος ὑπουργὸν... ὑπερθαυμάζειν δὲ τὸν Ἐμμανουὴλ... ὡς υἱὸν ἀληθινὸν τοῡ Θεοῡ», Κύριλλ.
β. «ὑπουργοὶ τῶν οἰκοδόμων», Πολ.).
επίρρ...
ὑπουργῶς και δ. γρφ. ὑπούργως Α
με ευπείθεια, πειθαρχικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -ουργός (< ἔργον*), πρβλ. τεχν-ουργός. Ο νεοελλ. τ. τού θηλ. υπουργίνα (< υπουργός + κατάλ. -ίνα [πρβλ. δικαστ-ίνα]) μαρτυρείται από το 1845 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑπουργός — rendering service masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπουργός — ο ανώτατος δημόσιος λειτουργός που είναι μέλος της κυβέρνησης και προϊστάμενος ορισμένου κλάδου της κρατικής μηχανής: Υπουργός Οικονομικών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπουργόν — ὑπουργός rendering service masc/fem acc sg ὑπουργός rendering service neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπουργοί — ὑπουργός rendering service masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπουργούς — ὑπουργός rendering service masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπουργά — ὑπουργός rendering service neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπουργέ — ὑπουργός rendering service masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπουργῶς — ὑπουργός rendering service adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπουργῷ — ὑπουργός rendering service masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπουργώ — ὑπουργός rendering service masc/fem/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”